Skip to content Skip to footer

Διαταραχές θυρεοειδούς: συμπτώματα και αντιμετώπιση

Ο θυρεοειδής είναι ένας μικρός αδένας που βρίσκεται στο λαιμό και παράγει ορμόνες που ρυθμίζουν το μεταβολισμό του σώματος. Οι ορμόνες του θυρεοειδούς παίζουν σημαντικό ρόλο στον έλεγχο του καρδιακού ρυθμού, της θερμοκρασίας του σώματος και στον τρόπο με τον οποίο το σώμα χρησιμοποιεί την ενέργεια. Όταν ο θυρεοειδής αδένας δεν λειτουργεί σωστά, μπορεί να προκαλέσει μια ποικιλία διαταραχών, καθεμία από τις οποίες έχει το δικό της σύνολο συμπτωμάτων και θεραπευτικών επιλογών.

Οι κατηγορίες και τα συμπτώματα

Οι διαταραχές του θυρεοειδούς μπορούν να χωριστούν σε δύο κύριες κατηγορίες: τον υποθυρεοειδισμό και τον υπερθυρεοειδισμό. Ο υποθυρεοειδισμός εμφανίζεται όταν ο θυρεοειδής αδένας δεν παράγει αρκετές ορμόνες, οδηγώντας σε υπολειτουργία του θυρεοειδούς. Αυτό μπορεί να προκαλέσει επιβράδυνση του μεταβολισμού, οδηγώντας σε συμπτώματα όπως κόπωση, αύξηση βάρους, δυσανεξία στο κρύο, δυσκοιλιότητα, ξηρό δέρμα, τριχόπτωση και κατάθλιψη. Εάν δεν αντιμετωπιστεί, ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα υγείας, όπως καρδιακές παθήσεις και νευρικές βλάβες.

Ο υπερθυρεοειδισμός, από την άλλη πλευρά, εμφανίζεται όταν ο θυρεοειδής αδένας παράγει υπερβολική ποσότητα ορμονών. Αυτό μπορεί να προκαλέσει την επιτάχυνση του μεταβολισμού, προκαλώντας συμπτώματα όπως:

  • ταχυκαρδία,
  • απώλεια βάρους,
  • αυξημένη όρεξη,
  • διάρροιες,
  • εφίδρωση,
  • νευρικότητα,
  • ευερεθιστότητα,
  • τρόμο και
  • αυπνία.

Σε σοβαρές περιπτώσεις, ο υπερθυρεοειδισμός μπορεί  να οδηγήσει σε απίσχναση, ψυχωσικού τύπου διαταραχές, καρδιακή αρρυθμία και ανεπάρκεια. Προβλήματα όρασης εμφανίζονται στη νόσο Graves, πολύ συχνότερα σε καπνιστές, και απαιτούν άμεση και εξειδικευμένη θεραπεία.

Οι όζοι του θυρεοειδούς είναι ουσιαστικά όγκοι του θυρεοειδούς αδένα και είναι πολύ συχνό εύρημα. Σπάνια, οι όζοι αυτοί είναι καρκινικοί και για το λόγο αυτό απαιτείται τακτική παρακολούθηση (ανά 6-12 μήνες) για έγκαιρη αντιμετώπιση. Οι όζοι του θυρεοειδούς μπορεί να μην προκαλούν κανένα σύμπτωμα και συχνά η ανακάλυψη τους είναι τυχαίο εύρημα. Μεγάλοι όζοι του θυρεοειδούς μπορεί να είναι ορατοί σαν εξόγκωμα στο λαιμό.

Οι αιτίες που προκαλούν διαταραχές θυρεοειδούς

Αν και οι διαταραχές του θυρεοειδούς είναι συχνότερες στις γυναίκες, δεν είναι σπάνιες στους άντρες και στα παιδιά. Συχνά επίσης τα νοσήματα του θυροειδούς εκδηλώνονται κατά την εφηβεία, στην εγκυμοσύνη και μετά τον τοκετό ή κατά την εμμηνόπαυση. Τα αίτια των διαταραχών του θυρεοειδούς μπορεί να ποικίλλουν. Ορισμένες από τις πιο κοινές αιτίες περιλαμβάνουν

  • αυτοάνοσα νοσήματα όπως η θυρεοειδίτιδα Hashimoto και η νόσος του Graves,
  • η έκθεση σε ακτινοβολία
  • ορισμένα φάρμακα
  • το στρες
  • η κληρονομικότητα
  • η διατροφή (π.χ. μειωμένη πρόσληψη ιωδίου)

Η διάγνωση των διαταραχών του θυρεοειδούς

Η διάγνωση των διαταραχών του θυρεοειδούς περιλαμβάνει κλινική εξέταση, εξετάσεις αίματος και υπερηχογράφημα. Σπανιότερα μπορεί να χρειαστεί σπινθηρογράφημα ή βιοψία του θυρεοειδούς αδένα.

Οι τρόποι αντιμετώπισης των διαταραχών του θυρεοειδούς

Οι θεραπευτικές επιλογές για τις διαταραχές του θυρεοειδούς εξαρτώνται από τον συγκεκριμένο τύπο διαταραχής και την υποκείμενη αιτία της. Για παράδειγμα, ο υποθυρεοειδισμός αντιμετωπίζεται με θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης. Ο υπερθυρεοειδισμός μπορεί να αντιμετωπιστεί με φαρμακευτική αγωγή για την επιβράδυνση της παραγωγής ορμονών, με ραδιενεργό ιώδιο για την καταστροφή μέρους του θυρεοειδούς ή, με χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση μέρους ή ολόκληρου του θυρεοειδούς αδένα. 

Οι όζοι του θυρεοειδούς συχνά δεν απαιτούν θεραπεία.

Η πρόληψη των διαταραχών του θυρεοειδούς δεν είναι πάντα δυνατή, αλλά υπάρχουν μέτρα που μπορούν να ληφθούν για τη μείωση του κινδύνου. Αυτά περιλαμβάνουν τη μείωση της έκθεσης στην ακτινοβολία, την διαιτητική επάρκεια σε ιώδιο, τη διαχείριση των αυτοάνοσων νοσημάτων και την αποφυγή ορισμένων φαρμάκων που μπορεί να επηρεάσουν τη λειτουργία του θυρεοειδούς. Σε κάθε περίπτωση, είναι πολύ σημαντικό να κάνετε τακτικές εξετάσεις σύμφωνα με τις οδηγίες του ειδικού Ενδοκρινολόγου.